- σκιόφιλος
- ος, ο[ν] тенелюбивый (о растениях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκιόφιλος — η, ο, Ν 1. (για φυτό) αυτός που φυτρώνει και ευδοκιμεί σε σκιερό τόπο 2. φρ. «σκιόφιλο φυτό» βοτ. το σκιόφυτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sciophilus (< σκιά + φίλος)] … Dictionary of Greek
σκιοφιλία — η, Ν [σκιόφιλος] η ιδιότητα τού σκιόφιλου … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek